- σουλφαμιδοαντοχή
- η, Ν(βιολ.-φαρμ.) ιδιότητα την οποία αποκτούν ορισμένα βακτηριακά στελέχη και που τά καθιστά ανθεκτικά στις. σουλφαμίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sulfamidoresistance < sulfamido- (βλ, λ. σουλφαμίδες) + resistance «αντοχή»]..
Dictionary of Greek. 2013.